κουτσονούρης

κουτσονούρης
και κουτσουνούρης και κουτσονόρης, -α, -ικο, θηλ. κουτσονούρα και κουτσονόρα, κουτσονόρισσα
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός,
2. φρ. «κουτσονόρα αλεπού» — επιτήδειος και πονηρός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -ούρης (< ουρά), οπότε το -ν- είναι ευφωνικό
ως β' συνθετικό μπορεί όμως να θεωρηθεί το -νούρης < νουρά < την ουρά, με απόσπαση του -ν-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουτσονούρης, -α — και ισσα, ικο και κοψονούρης αυτός που έχει κομμένη την ουρά του, κολοβός: Η κουτσονούρα αλεπού ήθελε και τις άλλες κουτσονούρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβούρος — κολοβοῡρος, ον (Α) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκ ουρος, πλατύ ουρος] …   Dictionary of Greek

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

  • κουτσουνούρης — ο βλ. κουτσονούρης …   Dictionary of Greek

  • κοψονούρης — ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + ευφωνικό ν + ούρης (< ουρά) ή + νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό ν ούρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”